ἐνάλλαγμα

ἐνάλλαγμα
ἐνάλλ-αγμα, ατος, τό,
A change: in pl., perverse aclions, Aq. Is.66.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐνάλλαγμα — change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάλλαγμα — το (AM ἐνάλλαγμα) το αποτέλεσμα τού εναλλάσσω, αυτό που χρησιμοποιείται για να αναπληρώσει άλλο, αυτό που τίθεται αντί για άλλο, το ανταλλακτικό αρχ. στον πληθ. τὰ ἐναλλάγματα αρσενοκοιτίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”